ἐθελοπρόξενος

ἐθελοπρόξενος
ἐθελοπρόξενος
one who voluntarily charges himself with the office of
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εθελοπρόξενος — ἐθελοπρόξενος, ο (Α) αυτός που γίνεται πρόξενος μόνος του χωρίς να τού ζητηθεί από την πόλη την οποία εκπροσωπεί …   Dictionary of Greek

  • Hospitium — (Gr. ξενία, προξενία), hospitality, among the Greeks and Romans, was of a twofold character: private and public.PrivateIn Homeric times all strangers without exception, were regarded as being under the protection of Zeus Xenios, the god of… …   Wikipedia

  • θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”